απάγκιος, -ια, -ιο

απάγκιος, -ια, -ιο
απάνεμος: Ο τόπος εκείνος ήταν πολύ απάγκιος· το ουδ. ως ουσ., το απάγκιο θέση απάνεμη: Βρήκαν έν' απάγκιο κι έκατσαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απάγκιος — κ. γκειος, α, ο 1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ τους ανέμους 2. το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος β) η νηνεμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άγκειος «απάνεμος τόπος»] …   Dictionary of Greek

  • νήνεμος — η, ο (Α νήνεμος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από άνεμο, ο χωρίς άνεμο, ο ήρεμος («ὅτε τ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος («νήνεμον ἒχειν τὴν ψυχήν», Πλούτ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ νήνεμος τόπος ὅπου δεν πνέει… …   Dictionary of Greek

  • νηνεμώ — (I) (Α νηνεμῶ, έω) [νήνεμος] δεν διαπνέομαι, δεν πλήττομαι από άνεμο, είμαι νήνεμος, απάνεμος, απάγκιος νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) ηρεμώ, γαληνεύω αρχ. 1. μτφ. (για έντερα) ηρεμώ, ησυχάζω 2. (το παθ.) νηνεμοῡμαι, έομαι (στον Ησύχ.) καθίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • υπήνεμος, -η — ο προφυλαγμένος από τον άνεμο, απάνεμος, απάγκιος, σταβέντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”